τροχοπέδηση

τροχοπέδηση
[-ις (-εως)] η торможение, притормаживание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τροχοπέδηση" в других словарях:

  • τροχοπέδηση — η 1. επιβράδυνση της κίνησης τροχού με την τροχοπέδη. 2. μτφ., αντιμετώπιση διάφορων ενεργειών ή καταστάσεων: Πρέπει να γίνει τροχοπέδηση της ανωμαλίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροχοπέδηση — η, Ν [τροχοπεδώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τροχοπεδώ, επίσχεση ή επιβράδυνση τής κίνησης τροχού ή τροχών με τροχοπέδη, φρενάρισμα …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • φρενάρισμα — το, Ν [φρενάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φρενάρω, τροχοπέδηση …   Dictionary of Greek

  • φρενάρισμα — το η τροχοπέδηση, η αναχαίτιση με φρένο, το πάτημα του φρένου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»